θαμά

θαμά
θᾰμᾰ
1 often

παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17

[φύονται πολιαὶ θαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον (θαμάκι v. l.) O. 4.27]

ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι O. 7.12

μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν P. 3.78

ἦ μὰνὤτρυνον θαμὰP. 4.40

νόμον λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.22

θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9

θαμά κε ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.15

Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

δύνασαι θαμὰ διδόμεν N. 7.97

θαμὰ Δ[ελφ]ῶν ἱστάμεναι χορὸν παρθένοι Pae. 2.98

πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά Πα. 7B. 49.

θαμὰ δ' ερ[ Pae. 12.5

θαμὰ γὰρ οἴκοθ[εν Δ. 4h. 11. βασιλῆος ἀταλασθίᾳ κοτέων θαμά fr. 140a. 57 (31). ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θαμά — (AM) επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε η (το *θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ ών,… …   Dictionary of Greek

  • θαμά — often indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμα — το βλ. θαύμα …   Dictionary of Greek

  • θάμα — το βλ. θαύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαμᾶ — θαμέες crowded neut acc pl (doric aeolic) θαμέες crowded neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμ' — θαμά , θαμά often indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμ' — θαμά , θαμά often indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμάκις — (Α) επίρρ. συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πολλάκις)] …   Dictionary of Greek

  • θαμέες — θαμέες, oἱ, θηλ. θαμειαί (Α) 1. συνωστισμένοι, στριμωγμένοι, πυκνοί («ὀδόντες... ὑὸς θαμέες ἔχον», Ομ. Ιλ.) 2. συχνοί («θαμέες λυγμοί», Νίκ.). επίρρ... θαμέως (Α) συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίρρ. θαμά*, έχει υποτεθεί αμάρτ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] …   Dictionary of Greek

  • Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”